- ἄρτημα
- ἄρτημα, das Herabhängende, das Ohrgehenk; angehängtes Gewicht
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
άρτημα — ἄρτημα, το (Α) [αρτώ] 1. το κρεμαστό στολίδι, το σκουλαρίκι 2. το σχοινί για ανάρτηση 3. η σημαδούρα 4. στον πληθ. οι σύνδεσμοι που συνδέουν κυρίως τα μέρη μιας άρθρωσης … Dictionary of Greek
ἄρτημα — hanging ornament neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτημάτων — ἄρτημα hanging ornament neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτήμασι — ἄρτημα hanging ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτήμασιν — ἄρτημα hanging ornament neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτήματα — ἄρτημα hanging ornament neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτήματι — ἄρτημα hanging ornament neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρτήματος — ἄρτημα hanging ornament neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ортьма — покрывало , только др. русск. ортьма, СПИ. Из тюрк. örtmä – то же от örtmäk покрывать ; см. Мелиоранский, ИОРЯС 7, 2, 294. Ошибочно произведение из греч. ἄρτημα ушной подвесок , вопреки Маценауэру (LF 12, 166 и сл.); см. Фасмер, Гр. сл. эт. 137,… … Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера
αρτώ — (AM ἀρτῶ, άω) κρεμώ κάτι από κάπου, από ένα σημείο αρχ. ἀρτῶμαι 1. κρέμομαι από κάπου («δέλτος... ἐκ φίλης χερὸς ἠρτημένη», «ἀρτ. ἐν βρόχοις», Ευρ.) 2. (εκ + γεν.) εξαρτώμαι από κάποιον ή από κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < *αFερτάω. Ο τ. αποτελεί υστερογενή … Dictionary of Greek